- κοντοσκάλι(ον)
- κοντοσκάλι(ον) και κοντόσκαλο, τὸ (Μ)το σκαλοπάτι που βρίσκεται πιο κοντά στο έδαφος, το χαμηλότερο σκαλοπάτι σκάλας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)-* + σκαλί(ον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… … Dictionary of Greek
Αγαθόνικος — I Όνομα μαρτύρων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Υπάρχουν πολλές πληροφορίες για τηζωή του, αν και δεν αναφέρεται από κανέναν συναξαριστή. Ο Α. ήταν Βυζαντινός, ευγενής, που μαρτύρησε στις αρχές του 8ου αι. στα Ιεροσόλυμα στη διάρκεια ιερού… … Dictionary of Greek